- συγγενέσι
- συγγενήςcongenitalmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυγγενέσι — συγγενέσι , συγγενής congenital masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ГИЕРОКЛ — ГИЕРОКЛ (Ἱεροκλῆς) (кон. 1 в. 1 я пол. 2 в. н. э.?), философ стоик, известен как автор соч. «Основы этики». По совокупности косвенных данных принято считать, что Г., скорее всего, тождествен упомянутому Авлом Геллием Гиероклу стоику,… … Античная философия
διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και … Dictionary of Greek
όρπη — η, ΝΜΑ 1. μετάλλινο, συνήθως, εξάρτημα και κόσμημα, συνδυασμένο με περόνη, που χρησιμεύει για σύνδεση τών δύο άκρων ιμάντα, ζώνης ή και ενδύματος, το θηλυκωτήρι, η καρφίτσα, η κόπιτσα, η αγκράφα 2. (στην αρχ.) κόσμημα με το οποίο οι αρχαίοι… … Dictionary of Greek